- ἀποφοιτῶντας
- ἀποφοιτάωcease to attendpres part act masc acc plἀποφοιτάωcease to attendpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καβάκος, Λεωνίδας — (Αθήνα 1967 –). Βιολιστής. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο, αποφοιτώντας με την ανώτατη διάκριση, καθώς και στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα (ΗΠΑ). Εμφανίστηκε ως σολίστ στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1984. Σημαντική φυσιογνωμία παγκόσμιας εμβέλειας στον χώρο… … Dictionary of Greek
Λοράν, Ογκίστ — (Αuguste Laurent, Λα Φολί, Άνω Μάρνης 1807 – Παρίσι 1853). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοιτώντας το 1829 από τη σχολή ορυκτολογίας του Παρισιού, εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως βοηθός του Ζ. Ντιμά, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του … Dictionary of Greek
Μορικόνε, Ένιο — (Ennio Morricone, Ρώμη 1928 –). Ιταλός συνθέτης, ενορχηστρωτής και διευθυντής ορχήστρας. Ταλαντούχος, πολυσχιδής και πολυγραφότατος, είναι ο συνθέτης των ρεκόρ στην ιστορία του κινηματογράφου αφού έχει γράψει περισσότερες από 400 μουσικές… … Dictionary of Greek